παρωπίδα,
η, ουσ.
[<μτγν. παρωπίς], η παρωπίδα·
- βάζει
παρωπίδες, βλ. συνηθέστ. φοράει παρωπίδες·
- βγάζω
τις παρωπίδες, αφήνω τη δογματική στάση που κρατούσα, αφήνω τις
προκαταλήψεις: «αν δε βγάλεις τις παρωπίδες, δε θα μπορέσεις ποτέ σου να
καταλάβεις τη νέα γενιά»·
- έχει
παρωπίδες, βλ. φρ. φοράει παρωπίδες·
- φοράει
παρωπίδες, έχει στενότητα αντίληψης, κρατάει στάση δογματική, έχει
προκαταλήψεις, δε θέλει και ούτε μπορεί να δει παραπέρα: «απ’ τη στιγμή που
φοράει παρωπίδες ο άνθρωπος, πώς θέλεις να καταλάβει αυτές τις πρωτοποριακές
ιδέες!». Από την εικόνα των ζώων που τα φορούν παρωπίδες, για να περιορίζεται η
όρασή τους και να μην αποσπάται η προσοχή τους και καθυστερούν στο έργο τους.